color
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- color→ δείτε τη λέξη colour
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
color | colors |
color (en)
- αμερικανική γραφή του colour
- (πληροφορική) η λέξη χρώμα σε εντολές και όρους της πληροφορικής γράφεται με την αμερικανική ορθογραφία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | color |
γ΄ ενικό ενεστώτα | colors |
αόριστος | colored |
παθητική μετοχή | colored |
ενεργητική μετοχή | coloring |
color (en)