Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

color→ δείτε τη λέξη colour

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkʌləɹ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
color colors

color (en)

  1. αμερικανική γραφή του colour
  2. (πληροφορική) η λέξη χρώμα σε εντολές και όρους της πληροφορικής γράφεται με την αμερικανική ορθογραφία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας color
γ΄ ενικό ενεστώτα colors
αόριστος colored
παθητική μετοχή colored
ενεργητική μετοχή coloring

color (en)