Ετυμολογία

επεξεργασία
colour < απώτερης αρχής από τη λατινική color

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkʌlə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
colour colours

colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χρώμα
    ⮡  the primary colours - τα βασικά χρώματα
    ⮡  the colours of the rainbow/the spectrum - τα χρώματα της ίριδας/του φάσματος
    ⮡  What colour is her hair?
    Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά της;
  2. το φλάμπουρο
    ⮡  Troop the colour. - Φέρε το φλάμπουρο.
  3. (όροι της πληροφορικής) → δείτε τη λέξη color (αμερικανικό)
ενεστώτας colour
γ΄ ενικό ενεστώτα colours
αόριστος coloured
παθητική μετοχή coloured
ενεργητική μετοχή colouring

colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χρωματίζω, βάζω χρώμα σε κάτι χρησιμοποιώντας μπογιά, μολύβια κτλ.
    ⮡  I colour something red/green.
    Χρωματίζω κάτι κόκκινο/πράσινο.
  2. (αμετάβατο) χρωματίζω, για ένα άτομο ή το πρόσωπό του, γίνεται κόκκινο από ντροπή
    ⮡  Shame coloured her cheeks.
    Τα μάγουλά της χρωματίστηκαν από ντροπή.