Ετυμολογία

επεξεργασία
colour < απώτερης αρχής από τη λατινική color

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
colour colours

colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χρώμα
      the primary colours - τα βασικά χρώματα
      the colours of the rainbow/the spectrum - τα χρώματα της ίριδας/του φάσματος
      What colour is her hair?
    Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά της;
  2. το φλάμπουρο
      Troop the colour. - Φέρε το φλάμπουρο.
  3. (όροι της πληροφορικής)  δείτε τη λέξη color (αμερικανικό)
ενεστώτας colour
γ΄ ενικό ενεστώτα colours
αόριστος coloured
παθητική μετοχή coloured
ενεργητική μετοχή colouring

colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) χρωματίζω, βάζω χρώμα σε κάτι χρησιμοποιώντας μπογιά, μολύβια κτλ.
      I colour something red/green.
    Χρωματίζω κάτι κόκκινο/πράσινο.
  2. (αμετάβατο) χρωματίζω, για ένα άτομο ή το πρόσωπό του, γίνεται κόκκινο από ντροπή
      Shame coloured her cheeks.
    Τα μάγουλά της χρωματίστηκαν από ντροπή.