colour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
colour | colours |
colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το χρώμα
- ⮡ the primary colours - τα βασικά χρώματα
- ⮡ the colours of the rainbow/the spectrum - τα χρώματα της ίριδας/του φάσματος
- ⮡ What colour is her hair?
- Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά της;
- το φλάμπουρο
- ⮡ Troop the colour. - Φέρε το φλάμπουρο.
- (όροι της πληροφορικής) → δείτε τη λέξη color (αμερικανικό)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | colour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | colours |
αόριστος | coloured |
παθητική μετοχή | coloured |
ενεργητική μετοχή | colouring |
colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χρωματίζω, βάζω χρώμα σε κάτι χρησιμοποιώντας μπογιά, μολύβια κτλ.
- ⮡ I colour something red/green.
- Χρωματίζω κάτι κόκκινο/πράσινο.
- ⮡ I colour something red/green.
- (αμετάβατο) χρωματίζω, για ένα άτομο ή το πρόσωπό του, γίνεται κόκκινο από ντροπή
- ⮡ Shame coloured her cheeks.
- Τα μάγουλά της χρωματίστηκαν από ντροπή.
- ⮡ Shame coloured her cheeks.
Πηγές
επεξεργασία- colour (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- colour (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 978. ISBN 9780194325684., λήμμα: χρώμα, χρωματίζω