Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλάμπουρο τα φλάμπουρα
      γενική του φλάμπουρου των φλάμπουρων
    αιτιατική το φλάμπουρο τα φλάμπουρα
     κλητική φλάμπουρο φλάμπουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλάμπουρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φλάμπουρον < φλάμμουλον [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Για το συσχετισμό του φλαμουριού (όρου της βοτανικής) με την πολεμική σημαία (μεσαιωνική σημασία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) και δείτε το οθωμανικό فلامور στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλάμπουρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία