φλάμμουλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλάμμουλον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φλάμμουλα (θηλυκό, όπως στον πληθυντικό φλάμμουλα) < λατινική flammula (στη σημασία μικρή σημαία του ιππικού), υποκοριστικό του flamma [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλάμμουλον ουδέτερο
- πολεμική σημαία, φλάμπουρο, βασιλικό λάβαρο, κατά τον Δημητράκο[2] «φλογίνου χρώματος», ή κατ άλλη άποψη [3][4] επειδή απεικόνιζε φλόγα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- φλάμμουλα (πληθυντικός)
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «φλαμούρι», «φλάμπουρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ φλάμπουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φλάμπουρο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ΦΛΆΜΟΥΛΟΝ, § 1681, Τόμος Β΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]