φλάμμουλα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφλάμμουλα ουδέτερο
- ουδέτερο του φλάμμουλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φλάμμουλᾰ | αἱ | φλάμμουλαι | ||||
γενική | τῆς | φλαμμούλης | τῶν | φλαμμουλῶν | ||||
δοτική | τῇ | φλαμμούλῃ | ταῖς | φλαμμούλαις | ||||
αιτιατική | τὴν | φλάμμουλᾰν | τὰς | φλαμμούλᾱς | ||||
κλητική ὦ! | φλάμμουλᾰ | φλάμμουλαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φλαμμούλᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φλαμμούλαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλάμμουλα < (άμεσο δάνειο) λατινική flammula, υποκοριστικό του flamma [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη flammula
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλάμμουλα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) αναρριχητικό φυτό με αρωματικά λουλούδια [2]
- ※ Σχόλιο 133 codices RV. ⌘ Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής, 4,134,1, Επιμελητής M. Wellmann, Pedanii Dioscuridis Anazarbei De materia medica, Berlin, 1906. viewer@cmg.bbaw.de @scaife.perseus
- ζῳόνυχον· οἱ δὲ ἀετώνυχον, οἱ δὲ λεοντοπόδιον, οἱ δὲ κῆμος, οἱ δὲ ἴφυον, οἱ δὲ κατανάγκην, οἱ δὲ δαμναμένη, οἱ δὲ ἰδιόφυτον, οἱ δὲ φυτοβασίλειον, οἱ δὲ κροσσίον, οἱ δὲ κροσσόφθοον, προφῆται αἷμα κροκοδείλου, οἱ δὲ κροκομέριον, Αἰγύπτιοι δαφνοινές, Ῥωμαῖοι Μινέρβιουμ, οἱ δὲ Ἰόουις μάνους, οἱ δὲ Παλλάδιουμ, οἱ δὲ φλάμμουλα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «φλαμμούρι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φλαμούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας