flammula
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- flammula < flamm(a) + υποκοριστικό επίθημα -ula
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ μεσαιωνικά ελληνικά: φλάμ(μ)ουλον (όπως στον πληθυντικό φλάμμουλα), φλάμμουρον → νέα ελληνικά: φλαμούρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαflammula θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- flammula - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.