↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρριχητικός η αναρριχητική το αναρριχητικό
      γενική του αναρριχητικού της αναρριχητικής του αναρριχητικού
    αιτιατική τον αναρριχητικό την αναρριχητική το αναρριχητικό
     κλητική αναρριχητικέ αναρριχητική αναρριχητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρριχητικοί οι αναρριχητικές τα αναρριχητικά
      γενική των αναρριχητικών των αναρριχητικών των αναρριχητικών
    αιτιατική τους αναρριχητικούς τις αναρριχητικές τα αναρριχητικά
     κλητική αναρριχητικοί αναρριχητικές αναρριχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρριχητικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αναρριχητικός -ή -ό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • αναρριχητικό φυτό: φυτό που αναπτύσσεται καθ' ύψος στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
ο κισσός είναι αναρριχητικό φυτό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία