αναρριχητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρριχητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααναρριχητικός -ή -ό
- που αναρριχάται, που σκαρφαλώνει
Εκφράσεις
επεξεργασία- αναρριχητικό φυτό: φυτό που αναπτύσσεται καθ' ύψος στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
- ο κισσός είναι αναρριχητικό φυτό