↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάβαρο τα λάβαρα
      γενική του λάβαρου των λάβαρων
    αιτιατική το λάβαρο τα λάβαρα
     κλητική λάβαρο λάβαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάβαρο < ελληνιστική κοινή λάβαρον < λατινική labarum[1][2] (< ίσως laureum[2] laureus < laurus)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάβαρο ουδέτερο

  1. κομμάτι υφάσματος που κρέμεται από ιστό και φέρει παραστάσεις και εμβλήματα ενός στρατού, κόμματος, συλλόγου
    ※  καὶ μ’ ἄλλους τόσους ἄρχοντες νὰ πηαίνουν ἐμπροστά μου, / τὸ λάβαρο ὁ στρατάρχης μου βαστώντας στὰ δεξά μου· (Ιωάννης Τρωίλος, Βασιλεύς ο Ροδολίνος, 85-86, 1640 / 1647 μ.χ.)
  2. κομμάτι υφάσματος με περίτεχνη διακόσμηση που περιφέρεται σε θρησκευτικές πομπές

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λάβαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.