λάβαρον
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λάβαρον | τὰ | λάβαρᾰ |
γενική | τοῦ | λαβάρου | τῶν | λαβάρων |
δοτική | τῷ | λαβάρῳ | τοῖς | λαβάροις |
αιτιατική | τὸ | λάβαρον | τὰ | λάβαρᾰ |
κλητική ὦ! | λάβαρον | λάβαρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαβάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαβάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλάβαρον ουδέτερο
- λάβαρο
- ※ καὶ τῶν λαβάρων καὶ τῶν σίγνων ἐπ' ἐδάφους κειμένων, ἤρξαντο πάντες κράζειν οὕτως· «εἰσάκουσον, ὁ Θεὸς, σὲ παρακαλοῦμεν.» (Κωνσταντίνος Ζ΄, Περὶ βασιλείου τάξεως (De cerimoniis aulae Byzantinae), 410, 11-13, 10ος αιώνας μ.Χ.)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | λάβαρον | τὰ | λάβαρᾰ |
γενική | τοῦ | λαβάρου | τῶν | λαβάρων |
δοτική | τῷ | λαβάρῳ | τοῖς | λαβάροις |
αιτιατική | τὸ | λάβαρον | τὰ | λάβαρᾰ |
κλητική ὦ! | λάβαρον | λάβαρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαβάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαβάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλάβαρον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) λάβαρο
- ※ Ἔκφρασις σταυροειδοῦς σημείου, ὅπερ νῦν οἱ Ῥωμαῖοι λάβαρον καλοῦσιν. (Ευσέβιος Καισαρείας (3ος-4ος αιώνας μ.Χ.) Εκκλησιαστική Ιστορία, 1, 31, 1)
- ※ εἰ γὰρ καὶ τῷ σώματι τῷ φθαρτῷ βασιλεῖ παρίσταντο, ἀλλὰ πρὸς τὸν ἄφθαρτον τῷ πνεύματι ἐλάτρευον, καὶ πάντες τὸ τοῦ τυράννου κατέχοντες λάβαρον, τῷ σημειοφόρῳ τύπῳ τοῦ σταυροῦ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐβάσταζον. (Εφραίμ ο Σύρος (4ος αι. μ.Χ.), Ἐγκώμιον εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας, 137, 13-15)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 λάβαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.