φλαμμουλάριος
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλαμμουλάριος < φλάμμουλον + -άριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλαμμουλάριος αρσενικό
- σημαιοφόρος, άτομο που φέρει φλάμμουλον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φλαμμουλάριος σελ.7655 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)