χρωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρωματίζω < μάλλον λόγια λέξη από το χρῶμα και (ελληνιστική κοινή) χρωτίζω (δίνω χρώμα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾo.maˈti.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαχρωματίζω
- χρησιμοποιώ χρώματα για να προσδώσω αποχρώσεις σε μια ζωγραφιά που δεν θέλω να είναι ασπρόμαυρη (για έπιπλα, χρηστικά αντικείμενα, ακίνητα, αυτοκινητα βάφω, εκτός κι αν είμαι παιδί)
- Μαμά, να χρωματίσω τα καινούργια παπούτσια σου να μην είναι έτσι άσπρα;
- δίνω πνοή σε κάτι άψυχο ή προσθέτω μια νότα δική μου σε κάτι ή το αναπαριστώ ζωηρά
- Ζωγράφισε ρεαλιστικά με την ποίησή του τη ζωή της Πρέβεζας
- Ένα χρέος ακάμωτο έννοιωθε πως τούμνησκε ακόμα, και μολονότι πολιτικό, το χρωμάτισε κι αυτό με θρησκευτική θωριά. (Εφταλιώτης, Ιστορία της Ρωμιοσύνης)
- χαρακτηρίζω κάτι ή κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρωματίζω | χρωμάτιζα | θα χρωματίζω | να χρωματίζω | χρωματίζοντας | |
β' ενικ. | χρωματίζεις | χρωμάτιζες | θα χρωματίζεις | να χρωματίζεις | χρωμάτιζε | |
γ' ενικ. | χρωματίζει | χρωμάτιζε | θα χρωματίζει | να χρωματίζει | ||
α' πληθ. | χρωματίζουμε | χρωματίζαμε | θα χρωματίζουμε | να χρωματίζουμε | ||
β' πληθ. | χρωματίζετε | χρωματίζατε | θα χρωματίζετε | να χρωματίζετε | χρωματίζετε | |
γ' πληθ. | χρωματίζουν(ε) | χρωμάτιζαν χρωματίζαν(ε) |
θα χρωματίζουν(ε) | να χρωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρωμάτισα | θα χρωματίσω | να χρωματίσω | χρωματίσει | ||
β' ενικ. | χρωμάτισες | θα χρωματίσεις | να χρωματίσεις | χρωμάτισε | ||
γ' ενικ. | χρωμάτισε | θα χρωματίσει | να χρωματίσει | |||
α' πληθ. | χρωματίσαμε | θα χρωματίσουμε | να χρωματίσουμε | |||
β' πληθ. | χρωματίσατε | θα χρωματίσετε | να χρωματίσετε | χρωματίστε | ||
γ' πληθ. | χρωμάτισαν χρωματίσαν(ε) |
θα χρωματίσουν(ε) | να χρωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρωματίσει | είχα χρωματίσει | θα έχω χρωματίσει | να έχω χρωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρωματίσει | είχες χρωματίσει | θα έχεις χρωματίσει | να έχεις χρωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρωματίσει | είχε χρωματίσει | θα έχει χρωματίσει | να έχει χρωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρωματίσει | είχαμε χρωματίσει | θα έχουμε χρωματίσει | να έχουμε χρωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρωματίσει | είχατε χρωματίσει | θα έχετε χρωματίσει | να έχετε χρωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρωματίσει | είχαν χρωματίσει | θα έχουν χρωματίσει | να έχουν χρωματίσει |
|