χαρακτηρίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαρακτηρίζω < ελληνιστική κοινή χαρακτηρίζω < αρχαία ελληνική χαρακτήρ < χαράσσω
ΡήμαΕπεξεργασία
χαρακτηρίζω
- εντάσσω κάποιον ή κάτι σε μια κατηγορία βάσει κάποιων ιδιαίτερων γνωρισμάτων ή ιδιοτήτων του, τον διακρίνω, τον ξεχωρίζω από άλλους ή άλλα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις χαρακτήρας και χαράσσω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαρακτηρίζω | χαρακτήριζα | θα χαρακτηρίζω | να χαρακτηρίζω | χαρακτηρίζοντας | |
β' ενικ. | χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζες | θα χαρακτηρίζεις | να χαρακτηρίζεις | χαρακτήριζε | |
γ' ενικ. | χαρακτηρίζει | χαρακτήριζε | θα χαρακτηρίζει | να χαρακτηρίζει | ||
α' πληθ. | χαρακτηρίζουμε | χαρακτηρίζαμε | θα χαρακτηρίζουμε | να χαρακτηρίζουμε | ||
β' πληθ. | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζατε | θα χαρακτηρίζετε | να χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίζετε | |
γ' πληθ. | χαρακτηρίζουν(ε) | χαρακτήριζαν χαρακτηρίζαν(ε) |
θα χαρακτηρίζουν(ε) | να χαρακτηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαρακτήρισα | θα χαρακτηρίσω | να χαρακτηρίσω | χαρακτηρίσει | ||
β' ενικ. | χαρακτήρισες | θα χαρακτηρίσεις | να χαρακτηρίσεις | χαρακτήρισε | ||
γ' ενικ. | χαρακτήρισε | θα χαρακτηρίσει | να χαρακτηρίσει | |||
α' πληθ. | χαρακτηρίσαμε | θα χαρακτηρίσουμε | να χαρακτηρίσουμε | |||
β' πληθ. | χαρακτηρίσατε | θα χαρακτηρίσετε | να χαρακτηρίσετε | χαρακτηρίστε | ||
γ' πληθ. | χαρακτήρισαν χαρακτηρίσαν(ε) |
θα χαρακτηρίσουν(ε) | να χαρακτηρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαρακτηρίσει | είχα χαρακτηρίσει | θα έχω χαρακτηρίσει | να έχω χαρακτηρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαρακτηρίσει | είχες χαρακτηρίσει | θα έχεις χαρακτηρίσει | να έχεις χαρακτηρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαρακτηρίσει | είχε χαρακτηρίσει | θα έχει χαρακτηρίσει | να έχει χαρακτηρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαρακτηρίσει | είχαμε χαρακτηρίσει | θα έχουμε χαρακτηρίσει | να έχουμε χαρακτηρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαρακτηρίσει | είχατε χαρακτηρίσει | θα έχετε χαρακτηρίσει | να έχετε χαρακτηρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαρακτηρίσει | είχαν χαρακτηρίσει | θα έχουν χαρακτηρίσει | να έχουν χαρακτηρίσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαρακτηρίζω