Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχαρακτηρίζω < απο- + χαρακτηρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.xa.ɾa.ktiˈɾi.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

αποχαρακτηρίζω, αόρ.: αποχαρακτήρισα, παθ.φωνή: αποχαρακτηρίζομαι, π.αόρ.: αποχαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: αποχαρακτηρισμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία