Δείτε επίσης: ἐγχαράσσω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εγχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγχαράσσω < αρχαία ελληνική ἐγ- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eŋ.xaˈɾa.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγ‐χα‐ράσ‐σω

εγχαράσσω, αόρ.: εγχάραξα, παθ.φωνή: εγχαράσσομαι, π.αόρ.: εγχαράχθηκα, μτχ.π.π.: εγχαραγμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις χαράσσω και χάρακας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία