εγχαράσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγχαράσσω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγχαράσσω < αρχαία ελληνική ἐγ- + χαράσσω, ρίζα *χαρακ-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eŋ.xaˈɾa.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εγ‐χα‐ράσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασίαεγχαράσσω, αόρ.: εγχάραξα, παθ.φωνή: εγχαράσσομαι, π.αόρ.: εγχαράχθηκα, μτχ.π.π.: εγχαραγμένος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις χαράσσω και χάρακας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγχαράσσω | εγχάρασσα | θα εγχαράσσω | να εγχαράσσω | εγχαράσσοντας | |
β' ενικ. | εγχαράσσεις | εγχάρασσες | θα εγχαράσσεις | να εγχαράσσεις | εγχάρασσε | |
γ' ενικ. | εγχαράσσει | εγχάρασσε | θα εγχαράσσει | να εγχαράσσει | ||
α' πληθ. | εγχαράσσουμε | εγχαράσσαμε | θα εγχαράσσουμε | να εγχαράσσουμε | ||
β' πληθ. | εγχαράσσετε | εγχαράσσατε | θα εγχαράσσετε | να εγχαράσσετε | εγχαράσσετε | |
γ' πληθ. | εγχαράσσουν(ε) | εγχάρασσαν εγχαράσσαν(ε) |
θα εγχαράσσουν(ε) | να εγχαράσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγχάραξα | θα εγχαράξω | να εγχαράξω | εγχαράξει | ||
β' ενικ. | εγχάραξες | θα εγχαράξεις | να εγχαράξεις | εγχάραξε | ||
γ' ενικ. | εγχάραξε | θα εγχαράξει | να εγχαράξει | |||
α' πληθ. | εγχαράξαμε | θα εγχαράξουμε | να εγχαράξουμε | |||
β' πληθ. | εγχαράξατε | θα εγχαράξετε | να εγχαράξετε | εγχαράξτε | ||
γ' πληθ. | εγχάραξαν εγχαράξαν(ε) |
θα εγχαράξουν(ε) | να εγχαράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγχαράξει | είχα εγχαράξει | θα έχω εγχαράξει | να έχω εγχαράξει | ||
β' ενικ. | έχεις εγχαράξει | είχες εγχαράξει | θα έχεις εγχαράξει | να έχεις εγχαράξει | ||
γ' ενικ. | έχει εγχαράξει | είχε εγχαράξει | θα έχει εγχαράξει | να έχει εγχαράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγχαράξει | είχαμε εγχαράξει | θα έχουμε εγχαράξει | να έχουμε εγχαράξει | ||
β' πληθ. | έχετε εγχαράξει | είχατε εγχαράξει | θα έχετε εγχαράξει | να έχετε εγχαράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγχαράξει | είχαν εγχαράξει | θα έχουν εγχαράξει | να έχουν εγχαράξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγχαράσσομαι | εγχαρασσόμουν(α) | θα εγχαράσσομαι | να εγχαράσσομαι | εγχαρασσόμενος | |
β' ενικ. | εγχαράσσεσαι | εγχαρασσόσουν(α) | θα εγχαράσσεσαι | να εγχαράσσεσαι | ||
γ' ενικ. | εγχαράσσεται | εγχαρασσόταν(ε) | θα εγχαράσσεται | να εγχαράσσεται | ||
α' πληθ. | εγχαρασσόμαστε | εγχαρασσόμαστε εγχαρασσόμασταν |
θα εγχαρασσόμαστε | να εγχαρασσόμαστε | ||
β' πληθ. | εγχαράσσεστε | εγχαρασσόσαστε εγχαρασσόσασταν |
θα εγχαράσσεστε | να εγχαράσσεστε | (εγχαράσσεστε) | |
γ' πληθ. | εγχαράσσονται | εγχαράσσονταν εγχαρασσόντουσαν |
θα εγχαράσσονται | να εγχαράσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγχαράχτηκα | θα εγχαραχτώ | να εγχαραχτώ | εγχαραχτεί | ||
β' ενικ. | εγχαράχτηκες | θα εγχαραχτείς | να εγχαραχτείς | εγχαράξου | ||
γ' ενικ. | εγχαράχτηκε | θα εγχαραχτεί | να εγχαραχτεί | |||
α' πληθ. | εγχαραχτήκαμε | θα εγχαραχτούμε | να εγχαραχτούμε | |||
β' πληθ. | εγχαραχτήκατε | θα εγχαραχτείτε | να εγχαραχτείτε | εγχαραχτείτε | ||
γ' πληθ. | εγχαράχτηκαν εγχαραχτήκαν(ε) |
θα εγχαραχτούν(ε) | να εγχαραχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγχαραχτεί | είχα εγχαραχτεί | θα έχω εγχαραχτεί | να έχω εγχαραχτεί | εγχαραγμένος | |
β' ενικ. | έχεις εγχαραχτεί | είχες εγχαραχτεί | θα έχεις εγχαραχτεί | να έχεις εγχαραχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγχαραχτεί | είχε εγχαραχτεί | θα έχει εγχαραχτεί | να έχει εγχαραχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγχαραχτεί | είχαμε εγχαραχτεί | θα έχουμε εγχαραχτεί | να έχουμε εγχαραχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγχαραχτεί | είχατε εγχαραχτεί | θα έχετε εγχαραχτεί | να έχετε εγχαραχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγχαραχτεί | είχαν εγχαραχτεί | θα έχουν εγχαραχτεί | να έχουν εγχαραχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εγχαραγμένος - είμαστε, είστε, είναι εγχαραγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εγχαραγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εγχαραγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εγχαραγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εγχαραγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εγχαραγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εγχαραγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εγχαράσσω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εγχαράσσω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)