Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχαραγμένος η εγχαραγμένη το εγχαραγμένο
      γενική του εγχαραγμένου της εγχαραγμένης του εγχαραγμένου
    αιτιατική τον εγχαραγμένο την εγχαραγμένη το εγχαραγμένο
     κλητική εγχαραγμένε εγχαραγμένη εγχαραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχαραγμένοι οι εγχαραγμένες τα εγχαραγμένα
      γενική των εγχαραγμένων των εγχαραγμένων των εγχαραγμένων
    αιτιατική τους εγχαραγμένους τις εγχαραγμένες τα εγχαραγμένα
     κλητική εγχαραγμένοι εγχαραγμένες εγχαραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγχαραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγχαράσσω

  Μετοχή επεξεργασία

εγχαραγμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εγχαράσσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία