χαρακτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρακτήρ < χαράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρακτήρ αρσενικό
- ο χαράκτης (π.χ. νομισμάτων)
- το όργανο χάραξης
- το χάραγμα, αυτό που χαράχτηκε, το σχέδιο
- τα γράμματα, οι αριθμοί
- τα χαρακτηριστικά του προσώπου
- η ειδοποιός διαφορά σε πρόσωπα, ζώα, αντικείμενα, κείμενα κ.λπ., η ιδιότητα που τα ξεχωρίζει από άλλα είδη αλλά και από ομοειδή
- χαρακτήρ γλώσσης : η διάλεκτος
- χαρακτήρ Δημοσθένους ή δικανικός χαρακτήρ ή γλαφυρός χαρακτήρ: στυλ, τεχνοτροπία, ύφος ρητορικής
- ο χαρακτήρας, το σύνολο των βασικών ιδιοτήτων (πνευματικων και ιδιοσυγκρασιακών) που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο
- ἀνδρὸς χαρακτήρ ἐκ λόγου γνωρίζεται