πολύχροος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
πολυχροο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύχροος > πολύχρους | τὸ | πολύχροον > πολύχρουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πολυχρόου > πολύχρου | τοῦ | πολυχρόου > πολύχρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πολυχρόῳ > πολύχρῳ | τῷ | πολυχρόῳ > πολύχρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύχροον > πολύχρουν | τὸ | πολύχροον > πολύχρουν | ||
κλητική ὦ! | πολύχροε > πολύχρους | πολύχροον > πολύχρουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύχροοι > πολῦχροι | τὰ | πολύχροᾰ > πολύχροᾰ | ||
γενική | τῶν | πολυχρόων > πολύχρων | τῶν | πολυχρόων > πολύχρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυχρόοις > πολύχροις | τοῖς | πολυχρόοις > πολύχροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυχρόους > πολύχρους | τὰ | πολύχροᾰ > πολύχροᾰ | ||
κλητική ὦ! | πολύχροοι > πολύχροι | πολύχροᾰ > πολύχροᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυχρόω > πολύχρω | τὼ | πολυχρόω > πολύχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πολυχρόοιν > πολύχροιν | τοῖν | πολυχρόοιν > πολύχροιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολύχροος, -ος, -ον (& συνηρημένο: πολύχρους)
Πηγές
επεξεργασία- πολύχροος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.