χρώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
χρωτ- | |||||||
επικοί τύποι χροο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | χρώς | οἱ | χρῶτες | |||
γενική | τοῦ | χρωτός | χροός | τῶν | χρωτῶν | ||
δοτική | τῷ | χρωτῐ́ | χροΐ | τοῖς | χρωσῐ́(ν) | ||
αιτιατική | τὸν | χρῶτᾰ & χρῷ* |
χρόᾰ | τοὺς | χρῶτᾰς | ||
κλητική ὦ! | χρώς | χρῶτες | |||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρῶτε | |||||
γεν-δοτ | τοῖν | χρωτοῖν | |||||
*Και δοτική ενικού κατά τα αττικόκλιτα της 2ης κλίσης (ετερόκλιτο) στη φράση «ἐν χρῷ]» | |||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'θής' όπως «θής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρώς < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρώς αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα)επιφάνεια του σώματος, επιδερμίδα, δέρμα
- χροιά
- το χρώμα της επιδερμίδας
Συγγενικά
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία(Χρειάζεται να μεταφθερούν στα λήμματα εκφράσεων)
- ἐν χροΐ / ἐν χρῷ: κοντά στην επιδερμίδα
- κείρω ἐν χρῷ: κουρεύω σύρριζα
- ἐν χρῷ κεκαρμένος: κοντοκουρεμένος
- ※ Οἱ οὖν περὶ τὸν Θηραμένην παρεσκεύασαν ἀνθρώπους μέλανα ἱμάτια ἔχοντας καὶ ἐν χρῷ κεκαρμένους πολλοὺς ἐν ταύτῃ τῇ ἑορτῇ, ἵνα πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἥκοιεν, ὡς δὴ συγγενεῖς ὄντες τῶν ἀπολωλότων, καὶ Καλλίξενον ἔπεισαν ἐν τῇ βουλῇ κατηγορεῖν τῶν στρατηγῶν. (Ξενοφών, Ελληνικά, 1, 7, 8)
- ξυρεῖ ἐν χρῷ τοῦτο: με πειράζει πολύ
- παραπλέω ἐν χρῷ [πλέω]] πολύ κοντά στην ακτή
- συνάπτω μάχην ἐν χρῷ: πολεμώ εκ του συστάδην
- χρὼς τρέπεται: αλλάζει το χρώμα της επιδερμίδας, γίνεται ωχρός
Πηγές
επεξεργασία- χρώς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρώς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.