Ετυμολογία

επεξεργασία
τρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέπω

τρέπομαι

  1. στρέφομαι, αλλάζω κατεύθυνση
  2. μετατρέπομαι σε κάτι

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τρέπομαι σε φυγή: τρέχω από κάπου, υποχωρώ τρέχοντας απ' τη μάχη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία