ανατρέπομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανατρέπομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ανατρέπω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατρέπομαι | ανατρεπόμουν(α) | θα ανατρέπομαι | να ανατρέπομαι | ||
β' ενικ. | ανατρέπεσαι | ανατρεπόσουν(α) | θα ανατρέπεσαι | να ανατρέπεσαι | (ανατρέπου) | |
γ' ενικ. | ανατρέπεται | ανατρεπόταν(ε) | θα ανατρέπεται | να ανατρέπεται | ||
α' πληθ. | ανατρεπόμαστε | ανατρεπόμαστε ανατρεπόμασταν |
θα ανατρεπόμαστε | να ανατρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | ανατρέπεστε | ανατρεπόσαστε ανατρεπόσασταν |
θα ανατρέπεστε | να ανατρέπεστε | (ανατρέπεστε) | |
γ' πληθ. | ανατρέπονται | ανατρέπονταν ανατρεπόντουσαν |
θα ανατρέπονται | να ανατρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατρέστηκα | θα ανατρεστώ | να ανατρεστώ | ανατρεστεί | ||
β' ενικ. | ανατρέστηκες | θα ανατρεστείς | να ανατρεστείς | ανατρέσου | ||
γ' ενικ. | ανατρέστηκε | θα ανατρεστεί | να ανατρεστεί | |||
α' πληθ. | ανατρεστήκαμε | θα ανατρεστούμε | να ανατρεστούμε | |||
β' πληθ. | ανατρεστήκατε | θα ανατρεστείτε | να ανατρεστείτε | ανατρεστείτε | ||
γ' πληθ. | ανατρέστηκαν ανατρεστήκαν(ε) |
θα ανατρεστούν(ε) | να ανατρεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανατρεστεί | είχα ανατρεστεί | θα έχω ανατρεστεί | να έχω ανατρεστεί | ανατρεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανατρεστεί | είχες ανατρεστεί | θα έχεις ανατρεστεί | να έχεις ανατρεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανατρεστεί | είχε ανατρεστεί | θα έχει ανατρεστεί | να έχει ανατρεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατρεστεί | είχαμε ανατρεστεί | θα έχουμε ανατρεστεί | να έχουμε ανατρεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανατρεστεί | είχατε ανατρεστεί | θα έχετε ανατρεστεί | να έχετε ανατρεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατρεστεί | είχαν ανατρεστεί | θα έχουν ανατρεστεί | να έχουν ανατρεστεί |