προτρέπομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτρέπομαι < παθητική φωνή του ρήματος προτρέπω
Ρήμα επεξεργασία
προτρέπομαι
- ωθούμαι, παρακινούμαι από κάποιον να κάνω ή να τολμήσω κάτι
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτρέπομαι
|