ωθούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈθu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐θού‐μαι
- ομόηχο: ωθούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαωθούμαι, π.αόρ.: ωθήθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος ωθώ → δείτε και την κλίση
Δείτε επίσης : ὠθοῦμαι |
ωθούμαι, π.αόρ.: ωθήθηκα