προτρέπω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προτρέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτρέπω < προ- + τρέπω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈtɾe.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τρέ‐πω
ΡήμαΕπεξεργασία
προτρέπω, αόρ.: προέτρεψα/πρότρεψα, παθ.φωνή: προτρέπομαι (η παθητική φωνή, στον ενεστώτα) [1]
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προτρέπω
Επεξεργασία
- ↑ προτρέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- προτρέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προτρέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.