Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προτρέπω
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Αντώνυμα
1.3.2
Συγγενικές λέξεις
1.3.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
προτρέπω
<
προ
+
τρέπω
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pɾɔ.ˈtɾɛ.pɔ
/
Ρήμα
Επεξεργασία
προτρέπω
παρακινώ
σε μια
ενέργεια
με
προτρέπει
να δεχτώ αλλά είμαι επιφυλακτικός
Αντώνυμα
Επεξεργασία
αποτρέπω
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
προτροπή
προτρεπτικός
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
προτρέπω
αγγλικά
:
urge
(en)
,
encourage
(en)
,
will somebody on
(en)
γαλλικά
:
inciter
(fr)
,
engager
(fr)
,
pousser
(fr)
,
exhorter
(fr)