προτροπή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτροπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτροπή < προτρέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τρο‐πή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροτροπή θηλυκό
- η παρακίνηση με λόγια, συμβουλές, κίνητρα κλπ
- (πληροφορική) στην διεπαφή γραμμής εντολής η αναμονή για πληκτρολόγηση εντολής σε λειτουργικό σύστημα ή άλλο πρόγραμμα[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προτροπή
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 29 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019
Πηγές
επεξεργασία- προτροπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προτροπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προτροπή | αἱ | προτροπαί |
γενική | τῆς | προτροπῆς | τῶν | προτροπῶν |
δοτική | τῇ | προτροπῇ | ταῖς | προτροπαῖς |
αιτιατική | τὴν | προτροπήν | τὰς | προτροπᾱ́ς |
κλητική ὦ! | προτροπή | προτροπαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προτροπᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προτροπαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροτροπή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προτροπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προτροπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.