παρακίνηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρακίνηση | οι | παρακινήσεις |
γενική | της | παρακίνησης* | των | παρακινήσεων |
αιτιατική | την | παρακίνηση | τις | παρακινήσεις |
κλητική | παρακίνηση | παρακινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- παρακίνηση < ελληνιστική κοινή παρακίνησις < αρχαία ελληνική παρακινέω / παρακινῶ < παρά + κινέω / κινῶ
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈci.ni.si/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
παρακίνηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακινώ
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παρακινώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
παρακίνηση