prompt
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | prompt |
συγκριτικός | more prompt |
υπερθετικός | most prompt |
prompt (en)
- (χωρίς παραθετικά) ταχύς, άμεσος, χωρίς καθυστέρηση
Σύνθετα
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prompt | prompts |
prompt (en)
- η υποβολή, η καθοδήγηση
- (πληροφορική), (για REPL, CLI) η καθοδήγηση, η προτροπή
- ⮡ a voice prompt - φωνητική καθοδήγηση
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- prompt (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 656, 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παρακινώ, ταχύς