Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός prompt
συγκριτικός more prompt
υπερθετικός most prompt

prompt (en)

  Επίρρημα

επεξεργασία

prompt (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prompt prompts

prompt (en)

  1. η υποβολή, η καθοδήγηση
  2. (πληροφορική), (για REPL, CLI) η καθοδήγηση, η προτροπή
    a voice prompt - φωνητική καθοδήγηση
ενεστώτας prompt
γ΄ ενικό ενεστώτα prompts
αόριστος prompted
παθητική μετοχή prompted
ενεργητική μετοχή prompting

prompt (en)

  1. προτρέπω, εξωθώ
  2. κινώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια
    What prompted him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    Τους παρακίνησε να απεργήσουν.
    Nothing I said prompted him to help.
    Δεν τον παρακίνησε τίποτα από ό,τι είπα ώστε να βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate