prompt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | prompt |
συγκριτικός | more prompt |
υπερθετικός | most prompt |
prompt (en)
- (χωρίς παραθετικά) ταχύς, άμεσος, χωρίς καθυστέρηση
Σύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαprompt (en)
- ακριβώς
- ↪ at 5 pm. prompt - στις 5 μμ. ακριβώς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prompt | prompts |
prompt (en)
- η υποβολή, η καθοδήγηση
- (πληροφορική), (για REPL, CLI) η καθοδήγηση, η προτροπή
- ↪ a voice prompt - φωνητική καθοδήγηση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | prompt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prompts |
αόριστος | prompted |
παθητική μετοχή | prompted |
ενεργητική μετοχή | prompting |
prompt (en)
Πηγές
επεξεργασία- prompt (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- prompt (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 656, 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, παρακινώ, ταχύς