prompt
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
prompt (en)
- η υποβολή, η καθοδήγηση
- (πληροφορική), (για REPL, CLI) προτροπή
ΡήμαΕπεξεργασία
prompt
- παρακινώ, παρακινούμαι, προτρέπω, εξωθώ
- έχω την τάση να, είμαι έτοιμος να
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- prompt στην αγγλική Βικιπαίδεια