παραθετικά
θετικός promptly
συγκριτικός more promptly
υπερθετικός most promptly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
promptly < prompt + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

promptly (en)

  1. γρήγορα, με προθυμία, χωρίς καθυστέρηση
    ⮡  He is deciding promptly.
    Αποφασίζει γρήγορα.
    ⮡  He returned it very promptly.
    Το επέστρεψε με μεγάλη προθυμία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quickly
  2. ακριβώς τη σωστή ώρα ή την ώρα που αναφέρεται
    ⮡  promptly at 5 p.m. - στις 5 μ.μ. ακριβώς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη punctually
  3. (χρησιμοποιείται πάντα πριν από το ρήμα) αμέσως
    ⮡  I promptly answer.
    Απαντώ αμέσως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately