παραθετικά
θετικός punctually
συγκριτικός more punctually
υπερθετικός most punctually

  Ετυμολογία

επεξεργασία
punctually < punctual + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

punctually (en)

  • ακριβώς, στην ορισμένη ή σωστή ώρα και όχι αργά
    ⮡  The ten-twenty train arrived punctually.
    Το τρένο των 10.20' ήρθε ακριβώς.