immediately
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαimmediately (en) (χωρίς παραθετικά)
- αμέσως, πάραυτα, ευθύς, την ίδια στιγμή, χωρίς καθυστέρηση
- ↪ We need you immediately.
- Σε χρειαζόμαστε αμέσως.
- ↪ Come here immediately!
- Έλα εδώ αμέσως!
- ↪ Immediately after his arrival…
- Ευθύς μετά την άφιξή του…
- ↪ We need you immediately.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38, 343. ISBN 9780194325684., λήμμα: αμέσως, ευθύς