Ετυμολογία

επεξεργασία
immediately < immediate + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

immediately (en) (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38, 343. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αμέσως, ευθύς