instantly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɪn.stənt.li/
- ⓘ
Επίρρημα
επεξεργασίαinstantly (en) (χωρίς παραθετικά)
- αμέσως, χωρίς καθυστέρηση
- ↪ Fake news spreads instantly across social media.
- Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ↪ Fake news spreads instantly across social media.
- (αρχαϊκό) επειγόντως
- (παρωχημένο) ταυτόχρονα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΆλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαinstantly (en)