Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επειγόντως < επείγων

  Επίρρημα επεξεργασία

επειγόντως

  • αμέσως και πολύ γρήγορα
    ο ασθενής πρέπει ναμεταφερθεί επειγόντως στο νοσοκομείο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία