Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επειγόντως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
επειγόντως
<
επείγων
Επίρρημα
επεξεργασία
επειγόντως
αμέσως
και πολύ
γρήγορα
ο ασθενής πρέπει ναμεταφερθεί
επειγόντως
στο νοσοκομείο
Συγγενικά
επεξεργασία
επείγει
επείγομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επειγόντως
αγγλικά
:
urgently
(en)
γαλλικά
:
urgemment
(fr)
γεωργιανά
:
სასწრაფოდ
(ka)