επείγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επείγων & επείγοντας |
η | επείγουσα | το | επείγον |
γενική | του | επείγοντος & επείγοντα |
της | επείγουσας & επειγούσης* |
του | επείγοντος |
αιτιατική | τον | επείγοντα | την | επείγουσα | το | επείγον |
κλητική | επείγων & επείγοντα |
επείγουσα | επείγον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επείγοντες | οι | επείγουσες | τα | επείγοντα |
γενική | των | επειγόντων | των | επειγουσών | των | επειγόντων |
αιτιατική | τους | επείγοντες | τις | επείγουσες | τα | επείγοντα |
κλητική | επείγοντες | επείγουσες | επείγοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επείγων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επείγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πεί‐γων
- ομόηχο: επείγον
Μετοχή
επεξεργασίαεπείγων, -ουσα, -ον