urgent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαurgent (en)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | urgent | urgents |
θηλυκό | urgente | urgentes |
urgent (fr)
urgent (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | urgent | urgents |
θηλυκό | urgente | urgentes |
urgent (fr)