Ετυμολογία

επεξεργασία
urgentiste < urgent

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
urgentiste urgentistes

urgentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία