urgentiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- urgentiste < urgent
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
urgentiste | urgentistes |
urgentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γιατρός ειδικευμένος στις επείγουσες συνθήκες
ενικός | πληθυντικός |
urgentiste | urgentistes |
urgentiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό