urgence
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- urgence < urgent
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
urgence | urgences |
urgence (fr)θηλυκό
Εκφράσεις
επεξεργασία- (πολιτική) état d'urgence: κατάσταση έκτακτης ανάγκης
ενικός | πληθυντικός |
urgence | urgences |
urgence (fr)θηλυκό