Ετυμολογία

επεξεργασία
urgently < urgent + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

urgently (en)

  1. επειγόντως, αμέσως
    ⮡  We need you urgently.
    Σε χρειαζόμαστε αμέσως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  2. συνεχώς, επίμονα
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αμέσως