Δείτε επίσης: ἐπείγομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επείγομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπείγομαι, μεσοπαθητικό του ἐπείγω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈpi.ɣo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πεί‐γο‐μαι

επείγομαι, πρτ.: επειγόμουν μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα, αποθετικό ρήμα, με ενεργητικό τύπο: επείγει)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία