επείγει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επείγει < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπείγει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος ἐπείγω (πιέζω δυνατά, αρχαία ελληνική) [1]
Ρήμα
επεξεργασίαεπείγει (ελλειπτικό ρήμα) παθητικό: επείγομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη επείγομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επείγει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας