Δείτε επίσης: ἐπείγει

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επείγει < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπείγει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος ἐπείγω (πιέζω δυνατά, αρχαία ελληνική) [1]

επείγει (ελλειπτικό ρήμα) παθητικό: επείγομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη επείγομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία