Ετυμολογία

επεξεργασία
επείγον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα επείγων, του ρήματος επείγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επείγον ουδέτερο

μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

επείγον