Ετυμολογία

επεξεργασία
on the spot < → δείτε τις λέξεις on, the και spot

  Έκφραση

επεξεργασία

on the spot (en)

  1. (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
    The central facilities will be supplied by energy that will be produced on the spot.
    Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θα τροφοδοτούνται από ενέργεια που θα παράγεται επί τόπου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη on site
  2. (ιδιωματισμός) αμέσως
    He paid on the spot.
    Πλήρωσε αμέσως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately