on the spot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαon the spot (en)
- (ιδιωματισμός) επί τόπου, επιτόπου, στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
- (ιδιωματισμός) αμέσως
- ↪ He paid on the spot.
- Πλήρωσε αμέσως.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ↪ He paid on the spot.