επιτόπου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτόπου < ελληνιστική κοινή ἐπί τόπου, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sur place
Επίρρημα
επεξεργασίαεπιτόπου
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στον ίδιο τόπο
αμέσως