παραθετικά
θετικός directly
συγκριτικός more directly
υπερθετικός most directly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
directly < direct + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

directly (en)

  1. κατευθείαν, κατ' ευθείαν, ίσια, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
    He came directly to Paris.
    Ήρθε κατευθείαν στο Παρίσι.
    The train goes there directly.
    Το τρένο πάει εκεί κατ' ευθείαν.
    He came directly to my office.
    Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
     συνώνυμα:  direct και straight
  2. άμεσα, ευθέως, χωρίς κανέναν και τίποτα ενδιάμεσα
    Elections directly express the people’s will.
    Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
    Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
    Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
    He directly intervened.
    Επενέβη ευθέως.
  3. κατευθείαν, ίσια, ακριβώς σε μια συγκεκριμένη θέση
    He was looking directly ahead.
    Κοιτούσε κατευθείαν μπροστά του.
    He was looking directly at us.
    Κοίταζε ίσια προς εμάς.
     συνώνυμα:  right και straight
  4. αμέσως
    She left directly after the show.
    Έφυγε αμέσως μετά την παράσταση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  5. ευθέως, ειλικρινά
    She speaks directly.
    Μιλάει ευθέως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη honestly

Αντώνυμα

επεξεργασία