directly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | directly |
συγκριτικός | more directly |
υπερθετικός | most directly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαdirectly (en)
- κατευθείαν, κατ' ευθείαν, ίσια, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
- άμεσα, ευθέως, χωρίς κανέναν και τίποτα ενδιάμεσα
- ↪ Elections directly express the people’s will.
- Οι εκλογές εκφράζουν άμεσα τη λαϊκή βούληση.
- ↪ Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
- Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
- ↪ He directly intervened.
- Επενέβη ευθέως.
- ↪ Elections directly express the people’s will.
- κατευθείαν, ίσια, ακριβώς σε μια συγκεκριμένη θέση
- αμέσως
- ↪ She left directly after the show.
- Έφυγε αμέσως μετά την παράσταση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
- ↪ She left directly after the show.
- ευθέως, ειλικρινά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- directly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 388, 437. ISBN 9780194325684., λήμμα: ίσια, κατευθείαν