παραθετικά
θετικός honestly
συγκριτικός more honestly
υπερθετικός most honestly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
honestly < honest + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

honestly (en)

  1. ειλικρινά, ειλικρινώς, ευθέως, με ειλικρινή τρόπο
    ⮡  I honestly regret it.
    Μετανιώνω ειλικρινά.
    ⮡  I will honestly tell you my opinion.
    θα σας πω ειλικρινώς τη γνώμη μου.
    ⮡  He behaves honestly.
    Φέρεται ευθέως.
     συνώνυμα:  candidly, directly, frankly, sincerely και straightforwardly
  2. ειλικρινά, αληθινά, αληθώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια, όσο κι αν φαίνεται εκπληκτικό
    ⮡  Honestly, I believe it.
    Ειλικρινά, το πιστεύω.
    ⮡  Do you honestly love each other?
    Αγαπιόσαστε αληθινά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually