honestly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | honestly |
συγκριτικός | more honestly |
υπερθετικός | most honestly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαhonestly (en)
- ειλικρινά, ειλικρινώς, ευθέως, με ειλικρινή τρόπο
- ειλικρινά, αληθινά, αληθώς, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι αυτό που λέω είναι αλήθεια, όσο κι αν φαίνεται εκπληκτικό