Ετυμολογία

επεξεργασία
actually < actual + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

actually (en)

  1. πραγματικά, αληθινά, πράγματι, χρησιμοποιείται για να τονίσει ένα γεγονός ή ότι κάτι είναι αλήθεια
    Do you actually expect me to believe it?
    Θέλεις πραγματικά να το πιστέψω;
    I was actually glad to see you
    Χάρηκα πραγματικά που σε είδα
    Do you actually love each other?
    Αγαπιόσαστε αληθινά;
    If you actually want to succeed, you have to work hard.
    Αν θες πράγματι να πετύχεις, πρέπει να κοπιάσεις.
     συνώνυμα:  as a matter of fact, for real, genuinely, honestly, in all honesty, really, sincerely, truly και truthfully
  2. μάλιστα, χρησιμοποιείται για να δείξει μια αντίθεση μεταξύ αυτού που είναι αληθινό και αυτού που κάποιος πιστεύει, και για να δείξει έκπληξη σχετικά με αυτήν την αντίθεση
    -“Do you know Kostas?” -“Do I know him? Actually, I have already married him.”
    -«Τον ξέρεις τον Κώστα;» -«Αν τον ξέρω; Μάλιστα τον έχω παντρέψει κιόλας.»
    I know him; and actually, I know him very well.
    Τον ξέρω· είναι μάλιστα πολύ γνωστός μου.
    Suddenly he became quiet, cheerful actually, I’d say.
    Ξαφνικά έγινε ήσυχος, εύθυμος μάλιστα, μπορώ να πω.
    He couldn't even imagine this; he actually expected that they would seek to meet him.
    Αυτό ούτε που το φανταζόταν· περίμενε μάλιστα ότι θα επιδίωκαν να τον συναντήσουν.
    He wasn’t expecting to fail; on the contrary, he was actually almost certain of a good outcome to the case.
    Δεν περίμενε ότι θα αποτύχει· απεναντίας μάλιστα ήταν σχεδόν σίγουρος για την καλή έκβαση της υπόθεσης.
    Who said that’s what I’m claiming? Quite the contrary, actually.
    Ποιος είπε ότι αυτό ισχυρίζομαι; τουναντίον μάλιστα.
    Not only did they not take a loss from the transaction, but they actually made a fortune.
    Από την υπόθεση όχι μόνο δε έχασαν, αλλά μάλιστα έφτιαξαν και περιουσία.
    Not only should they not be complaining, they should actually be happy.
    Όχι μόνο να μην παραπονιούνται, αλλά μάλιστα πρέπει να είναι και ευχαριστημένοι.