παραθετικά
θετικός sincerely
συγκριτικός more sincerely
υπερθετικός most sincerely

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sincerely < sincere + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

sincerely (en)

  • αληθινά, ειλικρινά
    ⮡  Do you sincerely love each other?
    Αγαπιόσαστε αληθινά;
    ⮡  I sincerely believe it.
    Ειλικρινά το πιστεύω.
    ⮡  God forgives those who sincerely repent.
    Ο Θεός συγχωρεί εκείνους που μετανοούν ειλικρινά.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις actually και honestly