ειλικρινά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειλικρινά < ειλικρινής + -ά < (ελληνιστική κοινή) εἰλικρινής
Επίρρημα
επεξεργασίαειλικρινά
- με ειλικρινή τρόπο, χωρίς προσποιήσεις, αληθινά
- ειλικρινά, δεν ξέρω πώς κατάφερα να γράψω καλά στις εξετάσεις, αφού δεν διάβασα
- μιλούσε απλά και ειλικρινά στο κοινό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ειλικρινά