παραθετικά
θετικός straightforwardly
συγκριτικός more straightforwardly
υπερθετικός most straightforwardly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
straightforwardly < straightforward + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

straightforwardly (en)

  1. καθαρά, με τρόπο που είναι εύκολο να κάνω ή να καταλάβω
    ⮡  I will tell him straightforwardly what I think of him.
    Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
  2. ευθέως, με ειλικρίνεια και εντιμότητα
    ⮡  I like to speak straightforwardly.
    Μου αρέσει να μιλάω ευθέως.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη honestly