straightforwardly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | straightforwardly |
συγκριτικός | more straightforwardly |
υπερθετικός | most straightforwardly |
Ετυμολογία
επεξεργασία- straightforwardly < straightforward + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαstraightforwardly (en)
- καθαρά, με τρόπο που είναι εύκολο να κάνω ή να καταλάβω
- ⮡ I will tell him straightforwardly what I think of him.
- Θα του πω καθαρά τι σκέφτομαι γι' αυτόν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη explicitly
- ⮡ I will tell him straightforwardly what I think of him.
- ευθέως, με ειλικρίνεια και εντιμότητα