αληθώς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αληθώς < αρχαία ελληνική ἀληθῶς < ἀληθής
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αληθώς
- αληθινά, όντως, πράγματι
- -Χριστός ανέστη! -Αληθώς ανέστη!
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αληθώς
![]() |
αληθώς