Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατευθείαν < φράση ελληνιστική κοινή κατ' εὐθεῖαν (εννοείται: γραμμήν) "σε ευθεία γραμμή".

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.teˈfθi.an/

  Επίρρημα επεξεργασία

κατευθείαν

  1. για κίνηση που κατευθύνεται σε έναν προορισμό χωρίς να μεσολαβήσουν ενδιάμεσοι σταθμοί
    το δρομολόγιο των 6.00 πηγαίνει κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη και έτσι θα κερδίσετε σημαντικό χρόνο
     συνώνυμα: απευθείας
  2. για ενέργεια που γίνεται χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ενδιάμεσος παράγοντας, άνθρωπος ή άλλη ενέργεια
    έλυσε τις ασκήσεις του κατευθείαν στο τετράδιο, χωρίς να χρησιμοποιήσει πρόχειρο
     συνώνυμα: απευθείας
  3. χωρίς δισταγμό, χωρίς περιστροφές

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία