Ετυμολογία

επεξεργασία
indirectly < indirect + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

indirectly (en) (χωρίς παραθετικά)

  • έμμεσα, με έμμεσο τρόπο
    ⮡  Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
    Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.

Αντώνυμα

επεξεργασία